εμβολοειδής

εμβολοειδής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, που μοιάζει με έμβολο, σφηνοειδής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμβολοειδής — ές (Α ἐμβολοειδής, ές) όμοιος με έμβολο …   Dictionary of Greek

  • ἐμβολοειδεῖς — ἐμβολοειδής wedge shaped masc/fem acc pl ἐμβολοειδής wedge shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολοειδές — ἐμβολοειδής wedge shaped masc/fem voc sg ἐμβολοειδής wedge shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολοειδέσι — ἐμβολοειδής wedge shaped masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”